- θημωνιά
- ησωρός από δεμάτια θερισμένων σιτηρών: Φέτος έφτιαξε την πιο μεγάλη θημωνιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θημωνιά — θημωνιά̱ , θημωνιά fem nom/voc/acc dual θημωνιά̱ , θημωνιά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θημωνιᾷ — θημωνιά fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θημωνιά — και θημωνία και θεμωνιά (ΑΜ θημωνιά και στον Ησύχ. και θειμωνία και θημονιά) [θημών] νεοελλ. μσν. ο σωρός που σχηματίζεται από δεμάτια θερισμένων σιτηρών ή χόρτων αρχ. κάθε σωρός … Dictionary of Greek
θημωνιάν — θημωνιά̱ν , θημωνιά fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θημωνιάς — θημωνιά̱ς , θημωνιά fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θημωνιαί — θημωνιά fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θημωνιᾶς — θημωνιά fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θημωνιῶν — θημωνιά fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θημολογώ — θημολογῶ, έω (Α) συναθροίζω σε θημωνιά ή σε σωρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θημολογώ σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους < θημωνολογώ < θημωνιά + λογώ (< λόγος < λόγος) πρβλ. κακο λογώ, σταχυο λογώ] … Dictionary of Greek
αθημώνιαστος — και αθεμώνιαστος, η, ο [θημωνιάζω] αυτός που δεν στοιβάχτηκε σε θημωνιά, αστοίβαχτος … Dictionary of Greek